ασύμβατος

ασύμβατος
Αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. α. φάρμακα. Δύο ή περισσότερα φάρμακα που δεν μπορούν να δοθούν μαζί γιατί οι ιδιότητες και η δράση τους δεν συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η επενέργεια του καθενός να εξουδετερώνεται ή να αλλοιώνεται ή να αυξάνει ακόμα περισσότερο εξαιτίας της παρουσίας των άλλων. α. ευθείες. Ευθείες στον χώρο που δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Αν δύο παράλληλα επίπεδα περιέχουν τις δύο α., τότε η απόσταση μεταξύ τους είναι η πιο σύντομη απόσταση μεταξύ των σημείων των α.ε.
* * *
-η, -ο (Α ἀσύμβατος και αττ. ἀξύμβατος, -ον) [συμβαίνω]
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό προς ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις
2. «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια γεωμετρία, οι ευθείες που δεν είναι παράλληλες και δεν τέμνονται
αρχ.
1. αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον
2. εκείνος που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή συμφωνία
3. (για τραύμα) που δύσκολα θεραπεύεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσύμβατος — not coming to terms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξύμβατον — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc sg (attic) ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμβάτως — ἀσύμβατος not coming to terms adverbial ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύμβατον — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc sg ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξυμβάτων — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξύμβατα — ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμβάτοις — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμβάτου — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμβάτους — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμβάτων — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”